Font Size

Cpanel

«Εκπαίδευση στην Ελληνική Αστυνομία. Παρόν και ...μέλλον;»
Εισήγηση Επίκουρου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και Καθηγητή Τ.Δ.Α. Κομοτηνής κ. Βασίλειου ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ

  Κατ' αρχήν, επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω την ΠΟΑΣΥ για την ευγενική πρόσκληση που μου απηύθυνε να συμμετάσχω σε αυτή την Ημερίδα. Κύριε εκπρόσωπε του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη, κύριοι εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας, κύριοι άτυποι, αλλά πάρα πολύ ουσιαστικοί εκπρόσωποι της Αστυνομικής ηγεσίας, αφού η φυσική σας ηγεσία δεν έκανε καν τον κόπο να ασχοληθεί, κυρίες και κύριοι,

  Έχω την τιμή να διδάσκω στο Τμήμα Δοκίμων Αστυφυλάκων Κομοτηνής άνω των δέκα (10) ετών, αδιαλείπτως. Είχα λοιπόν τη δυνατότητα να διέλθω όλων των σταδίων, όλων των φάσεων εξέλιξης της εκπαίδευσης στην Ελληνική Αστυνομία, και δυστυχώς να βιώσω και το τελικό στάδιο της μετατροπής της Σχολής Αστυφυλάκων σε Κέντρο Διοικητικής Κράτησης Αλλοδαπών.

  Όταν έφτιαξα το συγκεκριμένο power point, η αρχική μου σκέψη ήταν ότι το ερωτηματικό πρέπει να αφορά το μέλλον. Ξαναβλέποντάς το όμως, διαπιστώνει κανείς ότι το μόνο σίγουρο είναι το παρελθόν της εκπαίδευσης στην Ελληνική Αστυνομία. Όσον αφορά το παρόν και το μέλλον, σαφέστατα αυτό το ερωτηματικό αναφέρεται και στα δύο.

  Πολύ συνοπτικά –γιατί όπως είπαμε, το παρελθόν είναι κάτι που έχει έτσι κι' αλλιώς χαθεί– η εκπαίδευση, στη σύγχρονη τουλάχιστον μορφή της, κατοχυρώθηκε το 1994 και 1995 με ένα Νόμο και ένα Προεδρικό Διάταγμα, που προέβλεπε Εντατική Θεωρητική εκπαίδευση διάρκειας τεσσάρων (4) εξαμήνων και μετά Πρακτική Άσκηση. Η Σχολή χαρακτηριζόταν τότε υπερδιετούς φοίτησης.

  Τα διδακτέα αντικείμενα ήταν πολλά και είχαν πολύ μεγάλη ποικιλία, ξεκινώντας από αυτό που ονομαζόταν Δημόσιες Σχέσεις, Κοινωνική και Επαγγελματική Αγωγή, μέχρι τα πολύ βαριά Νομικά μαθήματα: Ποινικό Δίκαιο και Ποινική Δικονομία.

  Το Πρόγραμμα το ίδιο ωστόσο, παρ' ότι οι συντάκτες του είχαν καταβάλει μία προσπάθεια να περιλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα γνωστικά αντικείμενα και να εφοδιάζουν φυσικά τους αποφοίτους με όσο το δυνατόν καλύτερες γνώσεις, στην πραγματικότητα ποτέ δεν λειτούργησε με τον τρόπο με τον οποίο οι συντάκτες το επεδίωκαν. Γιατί το Πρόγραμμα –να το πω πολύ απλά– ήταν πάρα πολύ βαρύ, ήδη ειπώθηκε ότι σε κάποιες ημέρες η διδασκαλία ήταν έντεκα (11) ή και δώδεκα (12) ώρες, που είναι ανθρωπίνως αδύνατο για οποιονδήποτε, είτε φοιτητής είναι, είτε πολύ περισσότερο Δόκιμος, ο οποίος έχει και αυξημένες υποχρεώσεις, πλην της Ακαδημαϊκής φοίτησης, (εκγύμναση, πειθαρχία, αστυνομικά αντικείμενα) ήταν φύσει αδύνατον για κάποιον, να παρακολουθήσει επιτυχώς αυτό το Πρόγραμμα και –αυτή είναι η ουσία– να λάβει τις απαιτούμενες γνώσεις.

  Επίσης, για λόγους οι οποίοι ανάγονται μάλλον σε συγκεκριμένες ιδεοληψίες των συντακτών εκείνων των Προγραμμάτων, στο Πρόγραμμα Σπουδών υπήρχαν και Μαθήματα τα οποία, πολύ μικρή έως καμία σχέση δεν είχαν με την Αστυνομία, όπως για παράδειγμα θυμάμαι ένα Μάθημα Φιλολογικό, Ελληνικής Γλώσσας. Αν δεχθούμε ότι απόφοιτοι Ελληνικών Λυκείων δεν γνωρίζουν επαρκώς την Ελληνική Γλώσσα για να σπουδάσουν σε Ακαδημαϊκά Τμήματα, προφανώς η μία ώρα την εβδομάδα τέτοιου Μαθήματος δεν θα είναι ικανή να τους τη διδάξει.

  Αλλά η περίπτωση της Αστυνομίας δεν ήταν έτσι κι αλλιώς σ' αυτήν την κατηγορία, επειδή πάντοτε, από την αρχή της ίδρυσής τους, τα Τμήματα των Δοκίμων Αστυφυλάκων, πολύ δε περισσότερο η Σχολή Αξιωματικών, προσέλκυαν σπουδαστές υψηλού επιπέδου, λόγω ακριβώς της άμεσης και γρήγορης επαγγελματικής αποκατάσταση που προσέφεραν. Υπάρχει και μία μικρή κατηγορία σπουδαστών, οι οποίοι επεδίωκαν την είσοδό τους στη Σχολή, για λόγους που αφορούν το ίδιο το επάγγελμα. Αλλά όσον αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία των εισακτέων, αυτοί ήταν παιδιά πολύ υψηλού –επαναλαμβάνω– γνωστικού τουλάχιστον επιπέδου, με το σκεπτικό ότι αυτό τους προσέφερε μία πολύ καλή επαγγελματική αποκατάσταση. Προφανώς λοιπόν, δεν είχαν καμία ανάγκη γνώσης φιλολογικών μαθημάτων περαιτέρω, από αυτές που είχαν ήδη.

  Από εκεί και πέρα, σταδιακά –όπως επίσης ειπώθηκε– το σύστημα αναδιαρθρώθηκε, πιθανότατα για διοικητικούς λόγους, έτσι ώστε παρά το γεγονός ότι τυπικά στην περιγραφή της η Σχολή παρέμεινε ως υπερδιετούς φοίτησης, ωστόσο συρρικνώθηκε το Πρόγραμμα Σπουδών, ώστε να καλύπτει δύο (2) –και αν τα καλύπτει και αυτά– εξάμηνα σπουδών. Στην πραγματικότητα ήταν δύο (2) τετράμηνα σπουδών.

  Ως πρακτικό αποτέλεσμα μπορώ να σας αναφέρω μία προσωπική εμπειρία. Όταν λοιπόν έγινα Μέλος ΔΕΠ στο Τμήμα μου στο Πανεπιστήμιο, δεχόμασταν αποφοίτους των Τμημάτων Δοκίμων Αστυφυλάκων, ως Σχολών υπερδιετούς φοίτησης, προκειμένου τα παιδιά να δώσουν κατατακτήριες και εφόσον το επιθυμούσαν, να ενταχθούν στο δυναμικό του Τμήματος.

  Το σταματήσαμε. Και όχι μόνον εμείς, αλλά πάρα πολλά Τμήματα. Γιατί; Γιατί όταν υποβαθμίστηκε η εκπαιδευτική διαδικασία σε μόλις δύο (2) –επαναλαμβάνω και αυτά κουτσουρεμένα– εξάμηνα, δεν μπορούσαν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να δεχθούν ότι αυτός που τους εμφανίζεται ως απόφοιτος Σχολής υπερδιετούς φοίτησης, στην πραγματικότητα έχει φοιτήσει το πολύ ένα (1) έτος. Ακόμα και στα ΙΕΚ που θεωρούνται οι πιο υποβαθμισμένες σπουδές που υπάρχουν, τουλάχιστον στην τυπική μάθηση, και εκεί οι σπουδές διαρκούν τέσσερα (4) εξάμηνα.

  Ωστόσο, κάποιοι έκριναν ότι στα Τμήματα Δοκίμων Αστυφυλάκων οι σπουδές ήταν επαρκέστατες, διαρκούσες μόλις οκτώ (8) μήνες και φυσικά, αυτό χωρίς τη μεταβολή της διδακτέας ύλης. Δηλαδή, ο κύριος όγκος των μαθημάτων που προϋπήρχαν, παρέμειναν, με αποτέλεσμα να είναι ακόμη δυσκολότερη η απορρόφηση αυτών των γνώσεων από τους Δοκίμους, αλλά και περίπου αδύνατη η κάλυψη αυτής της ύλης από τους διδάσκοντες, αν κάποιος τουλάχιστον επεδίωκε να κάνει μία αξιοπρεπή δουλειά στο γνωστικό πεδίο το οποίο υπηρετεί.

  Ένα θέμα, το οποίο επιτρέψτε μου να θίξω ως ιδιώτης δηλαδή, ως κάποιος που απέξω βλέπει αυτή την εκπαίδευση, είναι το ζήτημα της πειθαρχίας. Ενώ δηλαδή οι Αστυνομικοί, ή εν πάση περιπτώσει, οι ιθύνοντες των Τμημάτων Δοκίμων Αστυφυλάκων αφιέρωναν πάρα πολύ χρόνο –και πολύ σωστά– για την πειθαρχία στα αστυνομικά αντικείμενα και προς τους Αστυνομικούς διδάσκοντες, δεν γινόταν το ίδιο με το Πολιτικό Προσωπικό το οποίο δίδασκε στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα να βλέπουμε μία μεταβλητή πειθαρχία, που ήταν πολύ αυστηρή όσον αφορά τα αστυνομικά αντικείμενα και τους Αστυνομικούς και πολύ χαλαρότερη όσον αφορά το Πολιτικό Προσωπικό το οποίο βέβαια, δυσχέραινε το έργο μας, δεδομένου ότι σε κάποια φάση, τα Τμήματα, το κάθε Τμήμα είχε μέσα εξήντα (60) Δοκίμους, οι οποίοι έπρεπε να διδαχθούν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και έπρεπε αυτά τα εξήντα (60) άτομα, τα οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι παιδιά 18 – 19 χρονών, να διατηρήσουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο πειθαρχίας, το οποίο ήταν φύσει αδύνατον.

  Το σύστημα δέ, στο σύνολό του, ήταν φτιαγμένο έτσι, ώστε όποιος μπαίνει, να βγαίνει. Προσωπικά, δεν γνωρίζω καμία περίπτωση από τους ίσως αρκετές χιλιάδες Αστυφύλακες οι οποίοι εξήλθαν των Σχολών αυτών. Μπορεί ένας ή δύο τελικά να κόπηκαν. Όταν λοιπόν το σύστημα είναι δομημένο έτσι, ώστε όποιοι εισάγονται, να αποφοιτούν επιτυχώς, αυτό υπονομεύει τις ίδιες τις σπουδές, γιατί μειώνονται, για τον μεγάλο όγκο τουλάχιστον των Δοκίμων, οι προσπάθειες που θα πρέπει να καταβάλουν, προκειμένου να μπορέσουν και να εκπαιδευτούν σωστά, αλλά να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους ως σπουδαστές. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό θα αλλάξει, εφόσον (με το καλό), η Σχολή μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο.

  Τώρα, ποια ήταν τα προβληματικά σημεία (κάποιοι τα έχουν θίξει). Κατ' αρχήν, ο συνολικός Νόμος της θεωρητικής εκπαίδευσης (παρότι βρισκόμαστε πλέον ένα βήμα από το να καταργηθεί η εκπαίδευση), το ημερήσιο ωράριο εκπαίδευσης που ήταν εξωντοτικό, η κατανομή των αντικειμένων, που –αν θέλετε– εγώ τα κατατάσσω σε τρεις (3) κατηγορίες: καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα, θεωρητικά και αστυνομικά. Για να μπορέσει να λειτουργήσει οποιοδήποτε σύστημα, πρέπει να υπάρχει μία ομοιόμορφη και λειτουργική κατανομή των αντικειμένων. Δεν μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει δύο (2) ώρες γυμναστική και μετά με ένα δεκάλεπτο διάλειμμα, να πάει να κάνει μάθημα στην αίθουσα. Είναι φύσει αδύνατον και για λόγους υγιεινής ακόμα.

  Ωστόσο, το σύστημα είναι φτιαγμένο, έτσι ώστε να υπάρχει μία ανάμειξη όλων αυτών των αντικειμένων, με δυσμενέστατες συνέπειες στο είδος της εκπαίδευσης. Επίσης ο τρόπος αξιολόγησης ορισμένων μαθημάτων. Ως παράδειγμα θα ήθελα να αναφερθώ στα Αγγλικά. Συμφωνώ ότι οι Αστυνομικοί, τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή, σαφέστατα πρέπει να είναι καταρτισμένοι, τουλάχιστον σε αυτή τη βασική Ξένη Γλώσσα, ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν με καλύτερο τρόπο τα καθήκοντά τους. Ποια Αγγλικά όμως; Αν κάποιος δεν έχει μάθει Αγγλικά και έρθει στη Σχολή Αστυφυλάκων, είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να μάθει, γιατί ούτε οι ώρες επαρκούν, ούτε ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος είναι ο κατάλληλος. Αυτοί που ήδη γνωρίζουν σε επίπεδο Lower ή Proficiency δεν ενδιαφέρονται, με αποτέλεσμα, το συγκεκριμένο μάθημα να είναι παντελώς άχρηστο με τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται.

  Επίσης, τα μαθήματα διαχωρίστηκαν σε μαθήματα με βαθμό, ή χωρίς βαθμό, το οποίο για εμένα είναι καταστροφικό. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν σε ένα Πρόγραμμα Σπουδών, να υπάρχουν δύο κατηγορίες μαθημάτων. Μπορούσε αυτό να γίνει με πιστωτικές μονάδες, δηλαδή το να αξιολογούμε το Ποινικό Δίκαιο και Ποινική Δικονομία, είναι πολύ πιο σημαντικά από το βασικό Δίκαιο. Αυτό είναι προφανές. Αλλά το να κατηγοριοποιούμε μαθήματα με, ή χωρίς βαθμό, αυτό στην ουσία έλεγε στους Δοκίμους ότι: «Ξέρετε, προσέχετε και ασχοληθείτε μόνο τα μαθήματα με βαθμό και τα μαθήματα με βαθμό είναι ό,τι περίπου και η Οικιακή Οικονομία στα Σχολεία».

  Η επιλογή των συγγραμμάτων επίσης. Και εδώ μπορώ να καταθέσω την προσωπική μου εμπειρία, καθώς ήμουν Μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου σε αρκετές περιόδους και θέλω να τη χαρακτηρίσω τουλάχιστον περίεργη, υπό ποια έννοια: ότι τα συγγράμματα δεν αξιολογούνται μόνο με βάση την επιστημονική τους επάρκεια, ή την πληρότητά τους για να καλύψουν τις ανάγκες της αστυνομικής εκπαίδευσης, αλλά υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες παντελώς άσχετοι. Ποιος για παράδειγμα, Απόστρατος Στρατηγός έγραψε το τάδε σύγγραμμα; Άρα πρέπει να προωθηθεί προκειμένου να συμπληρωθεί η - σαφώς ανεπαρκής – σύνταξη του συγγραφέα.

  Και το αναφέρω μετά λόγου γνώσεως, διότι είναι μία κατάσταση την οποία βίωσα προσωπικά. Θα μπορούσα ακόμη να αναφερθώ στις τελευταίες εκπαιδευτικές περιόδους όπου, ενώ η απόφαση ήταν για τα μαθήματα που δε βαθμολογούνται να μη δίνονται συγγράμματα, σε ένα συγκεκριμένο μάθημα (Στοιχεία Κοινοτικού Δικαίου) μοιράστηκε. Δηλαδή κάποιος έλαβε λεφτά από 2.000 Δοκίμους, οι οποίοι πήραν το σύγγραμμά του, (χωρίς να αξιολογήσω το σύγγραμμα, γιατί θα μπορούσαμε να μιλάμε άλλες τρεις ώρες για το συγκεκριμένο). Αλλά είναι μία νοοτροπία η οποία υποβαθμίζει αυτό το οποίο θα έπρεπε να είναι η εκπαίδευση.

  Και τέλος, όσον αφορά τα προβλήματα, ένα μεγάλο ζήτημα αφορά την πρόσληψη των διδασκόντων, η οποία ναι μεν γίνεται με βάση ορισμένα τυπικά προσόντα, αλλά και με την αξιολόγηση κάποιων παραγόντων, όπως για παράδειγμα, προηγούμενη επιτυχημένη συνεργασία. Δηλαδή αν για κάποιο λόγο, κάποιος πολιτικός επιστήμονας δίδασκε Ποινικό Δίκαιο και είχε προηγούμενη επιτυχημένη συνεργασία, αυτός προηγείται κάποιου νομικού ο οποίος θα θελήσει να διδάξει το συγκεκριμένο μάθημα; Σε αρκετά Τμήματα αυτό ισχύει.

  Αυτά είναι τα σημεία ωστόσο που είχαν δυσμενείς συνέπειες στην ουσία της αστυνομικής εκπαίδευσης. Και ένα τελευταίο ζήτημα, όσον αφορά αυτά τα προβληματικά σημεία στο προϊσχύσαν φυσικά καθεστώς, είναι ποιος αποφάσισε για την εκπαίδευση. Με δεδομένο ότι η Διοίκηση της Σχολής Αστυφυλάκων πανελλαδικά ήρθε στην Κομοτηνή, θα περίμενε κανείς ότι το κέντρο λήψης αποφάσεων θα ήταν εδώ. Σε καμία περίπτωση! Για να πάρουν οι δόκιμοι προαναχώρηση για τις άδειες του Πάσχα, μία – δύο ώρες νωρίτερα σε σχέση με αυτό που προέβλεπε το πρόγραμμα, έπρεπε να λάβει απόφαση η Διεύθυνση Εκπαίδευσης της Ελληνικής Αστυνομίας από την Αθήνα, το οποίο είναι τουλάχιστον κωμικοτραγικό, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ήταν διαρθρωμένη η εκπαίδευση. Ακόμη και η ΠΟΑΣΥ, για να πάρει αυτή την αίθουσα, δεν έλαβε άδεια από τον Διοικητή. Έλαβε άδεια από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, που είναι 900 χιλιόμετρα μακριά.

  Αυτά λοιπόν ωστόσο, έχουν αντίκτυπο και στην ποιότητα, αλλά και στον τρόπο λειτουργίας της εκπαίδευσης. Τι γίνεται σήμερα; Το τι έγινε, σας το ανέλυσε ήδη με πολύ γλαφυρό τρόπο η κα Τζατζανά. Δυστυχώς, είχαμε και την απώλεια αρκετών πολύ σημαντικών στελεχών, τα οποία έδωσαν την καριέρα τους και τη ζωή τους, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Οφείλω να κάνω μία προσωπική αναφορά στον κ.Σωτήρη Καραμπέτσα, που πραγματικά θεωρώ ότι συνέβαλε τα μέγιστα στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης στις Σχολές Αστυνομίας. Ωστόσο, από εδώ και πέρα το ερώτημα είναι: τι γίνεται;

  Το ζήτημα είναι κατ' εξοχήν πολιτικό. Γιατί; γιατί και η βούληση και η νομοθετική δυνατότητα αλλά και τα χρήματα που πρέπει να δοθούν, αφορούν τους πολιτικούς. Δεν αφορούν τη λεγόμενη φυσική ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας. Τα σενάρια τα οποία βλέπω προσωπικά, είναι τρία.

  Το πρώτο είναι η διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος, με την Αστυνομική Ακαδημία για τους Αξιωματικούς και τα Τμήματα Δοκίμων Αστυφυλάκων, για τους Δόκιμους Αστυφύλακες. Βέβαια, περιέγραψα διάφορα προβλήματα που έχει αυτό το σύστημα, δεν είναι κάτι το καινούργιο άλλωστε. Θεωρώ λοιπόν ότι η επανάληψη αυτού του μοντέλου, απλά θα συμβάλλει στη διαιώνιση ενός εξαιρετικά προβληματικού συνολικού συστήματος εκπαίδευσης στην Ελληνική Αστυνομία και δεν παρέχει δυνατότητες αναβάθμισής της.

  Το δεύτερο, το χειρότερο σενάριο –γιατί είναι βέβαιο ότι κάποιας μορφής εκπαίδευση θα υπάρχει στο μέλλον– είναι η αντικατάσταση του συστήματος αυτού από ένα σύστημα αντίστοιχο των Ειδικών Φρουρών, δηλαδή ασχέτως του τρόπου με τον οποίο αυτοί θα επιλέγονται, θα λαμβάνουν μία πολύ γρήγορη δίμηνη – τρίμηνη εκπαίδευση και μετά «από την παραγωγή, στην κατανάλωση», το οποίο δεν χρειάζεται να αναφέρω, ενώπιον ειδικών, πόσο ζημιογόνο θα είναι σε σχέση με την αποτελεσματικότητα και τη λειτουργικότητα της Ελληνικής Αστυνομίας.

  Και το τρίτο, το καλό σενάριο, το οποίο υποστηρίζω, αναφέρεται στη δημιουργία ενός Αστυνομικού Πανεπιστημίου, ή της Αστυνομικής Ακαδημίας, όπως την προβλέπει το αποσυρθέν Προεδρικό Διάταγμα. Αυτό προβλέπεται βεβαίως, από τον Νόμο για την αναδιάρθρωση της Ελληνικής Αστυνομίας και συγκεκριμένα το άρθρο 48 του Ν. 4249. Το γεγονός ότι το σύνολο της αναδιάρθρωσης πάγωσε (για να μην πω: ακυρώθηκε), δεν θα έπρεπε να έχει συνέπειες σε ένα χώρο όπως η εκπαίδευση, αλλά δυστυχώς, έχει.

  Ήδη, ένα πρόσφατο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος δόθηκε προς διαβούλευση, αλλά αποσύρθηκε. Βέβαια, δεν είναι απόρρητο, το βρήκα στο site της ΠΟΑΣΥ, οπότε θα ήθελα να σχολιάσω τα κύρια σημεία του, γιατί θεωρώ ότι αυτό πρέπει να είναι το μέλλον της εκπαίδευσης στην Ελληνική Αστυνομία.

  Κατ' αρχήν, ιδρύεται ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, υπό την εποπτεία όχι μόνο του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, αλλά και του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί συνδυάζει αυτά τα οποία θα ανέμενε κανείς από ένα Αστυνομικό Πανεπιστήμιο.

  Το δεύτερο, που αποτελεί και αίτημα της ΠΟΑΣΥ, είναι ότι η εισδοχή σε αυτό το Πανεπιστήμιο θα γίνεται μέσω πανελλαδικών εξετάσεων και ο φορέας αυτός θα κατατάσσεται στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η διάρθρωσή του έχει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι είναι προφανώς αποτέλεσμα αρκετά σοβαρής μελέτης. Θα είναι τέσσερις (4) Σχολές, λοιπόν.

  1. Η Σχολή Αξιωματικών, η οποία ας πούμε, ήδη υπάρχει και λειτουργεί.

  2. Η Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία εξομοιώνεται με ΤΕΙ, ή όπως λέγονται τώρα: ΑΤΕΙ (Ανώτατα Τεχνολογικά Επαγγελματικά Ιδρύματα), όσον αφορά την κατάταξή της στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

  3. Η Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών, η οποία έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ένα ολοκληρωμένο Πανεπιστήμιο πρέπει να παρέχει όλους τους κύκλους σπουδών. Όταν κάποιες φορές με καλούν στο ΔΟΑΤΑΠ, προκειμένου να αναγνωρίσω πτυχία αλλοδαπών Πανεπιστημίων και το Πανεπιστήμιο δεν είναι αναγνωρισμένο, προκειμένου να το αξιολογήσει ως κανονικό Πανεπιστήμιο, απαιτεί να υπάρχουν και οι τρεις τίτλοι σπουδών. Άρα λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντικό το ότι θεσμοθετείται κάτι τέτοιο, έτσι ώστε να δίνονται και διδακτορικά τα οποία φυσικά θα είναι και επικεντρωμένα στα αντικείμενα της Αστυνομίας, οπότε και έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

  4. Και μία Σχολή Δια Βίου Μάθησης, που θα αφορά φαντάζομαι, τη μετεκπαίδευση των Αστυνομικών και σύντομα Προγράμματα Σπουδών.

  Όσον αφορά τη δομή, το Αστυνομικό Πανεπιστήμιο – Αστυνομική Ακαδημία όπως ονομάζεται στο αποσυρθέν Προεδρικό Διάταγμα– είναι μελετημένο έτσι ώστε να προσομοιάζει, ή αν θέλετε, να ταυτίζεται με τα κανονικά Πανεπιστήμια. Αυτό φαίνεται και από την προσπάθεια προσαρμογής σε κάποια κύρια σημεία της νέας δομής των υφισταμένων ΑΕΙ. Έτσι λοιπόν:

  - Καθιερώνεται το Συμβούλιο ως Ανώτατο Όργανο Διοίκησης.

  - Καθιερώνεται η ύπαρξη εξωτερικών Μελών σε αυτό το Συμβούλιο, τα οποία τυγχάνουν –όπως αναφέρει το Προεδρικό Διάταγμα– ευρείας αναγνώρισης και διάκρισης. Μπορώ να υποθέσω ότι αν και όταν εφαρμοστεί αυτό το σύστημα, αρκετοί τέως Αρχηγοί της Ελληνικής Αστυνομίας θα επιδιώξουν να μπουν ως εξωτερικά Μέλη.

  - Επίσης καθιερώνεται η Ακαδημαϊκή Συνέλευση, που ταυτίζεται στο περίπου, με τις Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων των ΑΕΙ.

  - Καθιερώνεται η ύπαρξη Κοσμήτορα, ως Οργάνου Διοίκησης.

  - Η εξωτερική αξιολόγηση, που είναι πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο, γιατί πλέον κανένα Πανεπιστήμιο δεν θα μπορεί να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές από τα υφιστάμενα ΑΕΙ, αν δεν έχει υποστεί προηγουμένως εξωτερική αξιολόγηση. Άρα λοιπόν, η δόμηση ενός καινούργιου Πανεπιστημίου σε αυτές τις βάσεις, στην ουσία διορθώνει πάρα πολλά από τα προβλήματα που βιώνουν σήμερα τα ΑΕΙ, όσον αφορά αυτά τα στάδια.

  - Και επίσης, καθιερώνεται το σύστημα των ECΤS, των Ευρωπαϊκών πιστωτικών μονάδων, όπου καθιστά τις σπουδές συγκρίσιμες με οποιοδήποτε άλλο Πανεπιστήμιο, δίνοντας σε κάθε μάθημα, σε κάθε εξάμηνο, σε κάθε είδος ή φόρτο εργασίας, συγκεκριμένο αριθμό πιστωτικών μονάδων οι οποίες όσον αφορά την Ακαδημία τουλάχιστον, όσον αφορά τους Αξιωματικούς, είναι τέσσερα (4) έτη και πιστωτικές μονάδες 240 ECΤS, οι οποίες αντιστοιχούν σε τετραετείς σπουδές σε ένα κανονικό Πανεπιστήμιο.

  Εδώ επισημαίνω το ότι εκ των 240 ECTS, τουλάχιστον οι 180 αφορούν Ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Άρα δεχόμαστε ότι τουλάχιστον τρία (3) στα τέσσερα (4) έτη σπουδών, θα αφορούν Ακαδημαϊκή εκπαίδευση και όχι πρακτική άσκηση. Τα πρακτικά αντικείμενα θα μπορούν να είναι στο 4ο έτος, ή ένας συνδυασμός μέσα στα έτη σπουδών.

  Γίνεται επίσης προσπάθεια να προσαρμοστεί το Πρόγραμμα στα δεδομένα των ΑΕΙ. Όσον αφορά δε, τη Σχολή Αστυφυλάκων, προβλέπεται διάρκεια σπουδών πέντε (5) εξαμήνων, δηλαδή επανέρχεται το αρχικό σύστημα υπερδιετούς φοίτησης, με 120 ECΤS, δηλαδή ό,τι αντιστοιχεί σε δύο (2) πλήρη έτη φοίτησης σε Πανεπιστήμιο, το οποίο σαφέστατα θα αναβαθμίσει θεσμικά τη Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία έχει απαξιωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά σε σχέση με τα υπόλοιπα Πανεπιστήμια.

  Τώρα, ποια είναι τα προβληματικά σημεία. Κατ' αρχήν –γιατί δεν μπορώ φυσικά να αναλύσω ένα Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο μάλιστα έχει αποσυρθεί, αλλά φαντάζομαι ότι θα είναι η βάση ενός νέου συστήματος– εκτιμώ ότι είναι πολύ θετικό ότι δημιουργείται αυτός ο φορέας, προκειμένου να υπάρχει μία ενιαία αντιμετώπιση της εκπαίδευσης στη Σχολή Αστυνομίας, δηλαδή στην Αστυνομική Ακαδημία.

  Ωστόσο υπάρχουν ουσιώδη ζητήματα που πρέπει να διευκρινιστούν / διευθετηθούν. Επειδή προβλέπεται μία δεξαμενή Μελών ΔΕΠ, δηλαδή δεν προβλέπονται άλλα Μέλη ΔΕΠ για τη Σχολή Αξιωματικών, άλλα για τη Σχολή Αστυφυλάκων, και άλλα για τη Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών, για να είναι λειτουργικό και βιώσιμο αυτό το σύστημα, ή πρέπει όλα αυτά να είναι συγκεντρωμένα σε ένα χώρο, ή πρέπει να είναι σε πολύ κοντινές πόλεις. Έθεσα το παράδειγμα της Θράκης, φοβάμαι όμως ότι η σκέψη των ιθυνόντων που προώθησαν κάτι τέτοιο, δεν είναι η Θράκη, αλλά είναι η Αθήνα. Και ίσως εδώ θα πρέπει να κοιτάξουμε στη μελλοντική δομή και διάρθρωση της εκπαίδευσης στην Ελληνική Αστυνομία και τη χωροθέτησή της.

  Για παράδειγμα, θα ήταν εφικτό να υπάρχει η Σχολή Αξιωματικών εδώ και η Σχολή Αστυφυλάκων στη Ξάνθη και η Σχολή Μεταπτυχιακών στο Διδυμότειχο. Είναι κάτι εφικτό. Δηλαδή, μπορούν και τα Μέλη ΔΕΠ να μετακινούνται χωρίς μεγάλο κόστος μεταξύ των πόλεων, προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Μπορούν οι Σχολές να συνεργάζονται. Βέβαια, θα μπορούσε αυτό να γίνει. Θα μπορούσε όμως αυτό το Πανεπιστήμιο να είναι συγκεντρωμένο και στην Αθήνα, που επαναλαμβάνω, είναι κάτι το απευκταίο, για το οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι ίσως θα πρέπει να προσπαθήσουν να μη συμβεί.

  Επίσης, όσον αφορά την εσωτερική δομή της Αστυνομίας, το Προεδρικό Διάταγμα που ιδρύει ένα Πανεπιστήμιο, υπονοεί αυτόματα την κατάργηση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης της Σχολής Αστυνομίας; Διότι σκεφθείτε για παράδειγμα, τις σχέσεις του Συμβουλίου ή του Πρύτανη, με τον Διευθυντή Εκπαίδευσης της Σχολής Αστυνομίας. Ποιος θα δεχθεί, είτε Ακαδημαϊκός, είτε Ανώτερος Αξιωματικός της Αστυνομίας, κάποιον εξωγενή παράγοντα να του λέει τι θα κάνει στο Πανεπιστήμιο του!

  Αν λοιπόν διατηρηθούν και οι δύο δομές, θεωρώ ότι θα είναι εξαιρετικά προβληματική αυτή η σχέση, μεταξύ μίας καθαρά διοικητικής δομής που υπάρχει ήδη ως Διεύθυνση Εκπαίδευσης ή Διεύθυνση Σπουδών και μίας Ακαδημαϊκής δομής που επιδιώκεται να φτιαχτεί.

  Και τέλος, όσον αφορά το Αστυνομικό Προσωπικό το οποίο θα καλείται και αυτό να ασκήσει Ακαδημαϊκά καθήκοντα, ίσως είναι πρόωρο, αλλά διαβάζοντας αυτό το Προεδρικό Διάταγμα, διαπίστωσα ότι είναι πολύ ασαφής η περιγραφή των θέσεων και των κριτηρίων επιλογής του Προσωπικού αυτού, κάτι το οποίο προφανέστατα θα πρέπει να διευκρινιστεί, έτσι ώστε και να προσελκυσθούν οι αξιότεροι Αστυνομικοί που ενδιαφέρονται να εκτελέσουν Ακαδημαϊκό έργο, αλλά και να καθοριστούν υψηλά τυπικά προσόντα, όχι ταυτόσημα ενδεχομένως, αλλά αντίστοιχα με αυτά που απαιτούνται για τα Μέλη ΔΕΠ των Πανεπιστημίων.

  Όλα αυτά βέβαια με την ευχή, το σύστημα εκπαίδευσης της Ελληνικής Αστυνομίας να αναδιαρθρωθεί σύμφωνα με αυτό το σενάριο και να μην καταλήξει να είναι μία «φωτοτυπία» του συστήματος εκπαίδευσης των Ειδικών Φρουρών. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας.

Είσαι Εδώ : Αρχική Σελίδα