Font Size

Cpanel

«Τοποθετώντας την κοινωνία στο κέντρο της αστυνομικής εκπαίδευσης»
Εισήγηση της κας Ρόζας ΒΑΣΙΛΑΚΗ, Δρ Κοινωνιολογίας, University of Bristol και Δρ Ιστορίας, Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales Research Associate, University of Bristol και Associate Lecturer, University of West of England

  Κατ' αρχήν, θέλω να ξεκινήσω λέγοντας ένα μεγάλο ''ευχαριστώ'' στην ΠΟΑΣΥ που με κάλεσε εδώ σήμερα. Γνωριστήκαμε λόγω της έρευνας που κάνω, για τη σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας και για τον τρόπο με τον οποίο οι Αστυνομικοί σήμερα βιώνουν την κρίση και έτσι προέκυψε η πρόσκληση.

  Σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτό και είμαι πολύ χαρούμενη που θα μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις και κάποιες προτάσεις για την αναθεώρηση της Αστυνομικής εκπαίδευσης. Νομίζω ότι σε αυτό υπάρχουν κοινά σημεία και με την εισήγηση που έκανε η κα Τζατζανά και με την εισήγηση που άκουσα από τον κ. Παπατσίμπα.

  Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να βρίσκομαι εδώ σήμερα και αυτό δεν το λέω μόνο για τυπικούς λόγους. Το λέω, γιατί πιστεύω ότι η σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας, την οποία μπορούμε να ξανασκεφθούμε με νέους όρους, μιας και η κοινωνία μας βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων σαράντα (40) χρόνων, περνάει μέσα από τη σχέση της Αστυνομίας με το Πανεπιστήμιο και κυρίως σε σχέση με τους Κοινωνικούς επιστήμονες.

  Νομίζω ότι η κρίση δεν είναι μόνο μία μεγάλη δυσκολία που μας αγγίζει όλους, αλλά σε ένα βαθμό μπορεί να γίνει, μπορούμε εμείς να την καταστήσουμε μία ευκαιρία να ξανασκεφθούμε τους βασικούς θεσμούς μας και τη σχέση μας με αυτούς τους θεσμούς, ως πολίτες. Πιστεύω ότι οι Κοινωνικοί επιστήμονες και οι Αστυνομικοί μοιράζονται ένα κοινό πεδίο, αυτό της κοινωνίας. Και υπό μία έννοια, ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Αστυνομικός είναι ένας πρακτικός Κοινωνιολόγος.

  Μπορεί να βλέπουμε την κοινωνία από διαφορετικές προοπτικές και να έχουμε επιμέρους διαφορετικούς στόχους, ωστόσο χρειαζόμαστε περισσότερα κανάλια επικοινωνίας και περισσότερες ευκαιρίες συνεύρεσης και διαλόγου και γι' αυτό είναι ιδιαίτερη χαρά που είμαι εδώ σήμερα. Νομίζω ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά ο ένας από τον άλλον. Και δεν θέλω μόνο να μοιραστώ τις σκέψεις μου, αλλά θέλω να μάθω και από εσάς, γι' αυτό θα περιμένω και τις παρατηρήσεις σας.

  Το θέμα της ομιλίας μου αφορά την σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας και πιο συγκεκριμένα, θα αναπτύξω το επιχείρημα ότι η έννοια της κοινωνίας πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο της Αστυνομικής εκπαίδευσης. Ας δούμε όμως τι σημαίνει αυτό αρχικά και ας ξεκινήσουμε με κάποιες βασικές παραδοχές και παρατηρήσεις.

  Κατά πρώτον, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό που συχνά ξεχνάμε σαν κοινωνία, ότι η Αστυνομία εκτελεί ένα λειτούργημα και όχι μόνο ένα επάγγελμα. Που σημαίνει ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι μόνο η απόκτηση τεχνικών και πρακτικών γνώσεων –που φυσικά είναι απαραίτητες και η βάση για την οποιαδήποτε συζήτηση– αλλά χρειάζεται μία γενικότερη προσέγγιση ως προς την ανάπτυξη γνώσεων, δεξιοτήτων και ευαισθησιών, που θα επιτρέπουν στον Αστυνομικό να εκτελεί το λειτούργημά του με έναν αποτελεσματικό τρόπο, αλλά να είναι και ο ίδιος ικανοποιημένος με τον τρόπο που εκπλήρωνει τα καθήκοντα που περιλαμβάνονται στον ρόλο του.

  Βεβαίως, λόγω της φύσης αυτής του Αστυνομικού λειτουργήματος, υπάρχουν και άλλες εξίσου σημαντικές παράμετροι, όπως η εμπέδωση μίας ιεραρχικής δομής και λειτουργίας του Αστυνομικού θεσμού, από την οποία εξαρτάται και η εμπέδωση του χαρακτήρα του επείγοντος ή της εκτροπής από την κανονικότητα, την οποία πολύ συχνά η Αστυνομία καλείται να επαναφέρει. Από αυτή την εμπέδωση της συγκεκριμένης ιεραρχικής δομής, εξαρτάται και ο τρόπος λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων.

  Όμως, έχοντας αναγνωρίσει αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά, μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι μπορεί να συνεπάγεται για την Αστυνομική εκπαίδευση η σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να σκεφθούμε με νέους όρους τη φύση και τον ρόλο των κοινωνικών και κρατικών θεσμών. Αυτό σημαίνει ότι είναι μία ευκαιρία να σκεφθούμε με όρους ενός νέου συνολικού οράματος, μίας νέας φιλοσοφίας και όχι μόνο με όρους επιμέρους αλλαγών. Να σκεφθούμε δηλαδή ποια Αστυνομία θέλουμε και για ποιο σκοπό, τι μπορεί να σημαίνει Αστυνομία για τον πολίτη, τι μπορεί να σημαίνει Αστυνομία για τη χώρα, αλλά βεβαίως και –αυτό που συχνά δεν αναφέρεται– τι σημαίνει Αστυνομία για τον ίδιο τον Αστυνομικό, τι σημαίνει Αστυνομία για τον εργαζόμενο. Αυτές όλες τις παραμέτρους πρέπει να τις σκεφθούμε ταυτόχρονα.

  Τι προϋποθέτει όμως αυτό το νέο όραμα, αυτή η νέα φιλοσοφία; Πώς μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις για το μέλλον, να δώσουμε έμφαση στο μετά και όχι μόνο στο τώρα; Θα ήθελα να εισηγηθώ ότι το νέο όραμα πρέπει να θέσει τη σχέση Αστυνομία και κοινωνίας στο κέντρο της Αστυνομικής εκπαίδευσης και κατά συνέπεια, στο κέντρο της Αστυνομικής πρακτικής και αντίληψης.

  Αυτό συνεπάγεται ότι ο ρόλος της Αστυνομίας πρέπει να προσδιοριστεί ως η προστασία της κοινωνίας, δηλαδή ως κάτι ξεχωριστό από την προστασία της πατρίδας, που είναι ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτή είναι μία πολύ βασική διάκριση, γι' αυτό και δεν χρησιμοποιώ εδώ τον όρο ''ένστολοι'', ο οποίος είναι σε ένα βαθμό μία χρήσιμη έννοια, καθώς αναφέρεται συνολικά στα Σώματα Ασφαλείας, ωστόσο εντείνει τη σύγχυση των θεσμών και των διακριτών τους ρόλων. Εντείνει δηλαδή αυτός ο όρος, μία βασική σύγχυση περί της προστασίας της πατρίδας και της προστασίας της κοινωνίας, που είναι δύο διακριτά πεδία, που συνεπάγονται διακριτούς ρόλους, διακριτές κοινωνικές δεξιότητες και επομένως μία διακριτή εκπαίδευση. Αυτή η διάκριση μεταξύ κοινωνίας και πατρίδας δεν είναι μόνο εννοιολογική. Είναι και ουσιαστική, γιατί συνεπάγεται ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Αναφέρθηκε ο κ.Παπατσίμπας πριν σε αυτό. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης μπορεί να αναδιοργανώσει και την ίδια την εκπαίδευση, με βάση νέους άξονες και είναι απαραίτητο να εγκαταλείψει ορισμένες από τις παλιότερες ιδέες που διέπουν την οργάνωση της Αστυνομικής εκπαίδευσης.

  Τι μπορεί να γίνει ωστόσο; Τι σημαίνει αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης, με στόχο να ανταποκριθεί στο ρόλο της προστασίας της κοινωνίας; Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Αν δεχθούμε αυτή τη διάκριση ως σημαντική και θέλουμε να αναγνωρίσουμε στην Αστυνομία αυτό τον πολύ ιδιαίτερο ρόλο της προστασίας της κοινωνίας μας, τότε μπορούμε να συζητήσουμε κάποιες από τις παρακάτω προτάσεις. Έχω πέντε (5) προτάσεις, κάποιες από αυτές ακούστηκαν ήδη. Αλλά θα ήθελα να δώσω κάποια περαιτέρω επιχειρήματα.

  Η πρώτη πρόταση αφορά στην αναθεώρηση της στρατιωτικού τύπου εκπαίδευσης των Αστυνομικών. Με αυτό εννοώ ότι η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενός εσώκλειστου συστήματος, που ναι μεν έχει ως στόχο να εμπεδώσει βασικές αρχές για τη λειτουργία του Αστυνομικού συστήματος ως έχει σήμερα, ωστόσο από την άποψη της σχέσης Αστυνομίας και κοινωνίας, υπονομεύει τον στόχο μίας οργανικής σχέσης που είναι και το ζητούμενο. Με αυτό εννοώ ότι οποιοδήποτε σύστημα λειτουργεί με όρους εγκλεισμού, για παράδειγμα εσώκλειστοι φοιτητές ή σπουδαστές, όχι μόνο στην Αστυνομία, αλλά ακόμα και στα εσώκλειστα Σχολεία μερικές φορές, λειτουργεί αναγκαστικά και με όρους αποκλεισμού.

  Ο ιδιότυπος αποκλεισμός του Αστυνομικού στην κοινωνία μας, έχει μία ρίζα και σε αυτή τη διαδικασία, που αποκόπτει τον νεαρό Αστυνομικό, τον νεαρό σπουδαστή από τις κοινωνικές διεργασίες, οι οποίες εν πολλοίς, συνιστούν και το αντικείμενο της μελλοντικής δουλειάς του.

  Αν το σύστημα του εγκλεισμού μπορεί να λειτουργήσει για τις Ένοπλες Δυνάμεις, αυτό είναι γιατί ο ρόλος του Στρατού είναι ξεκάθαρα εξωκοινωνικός, αφορά την προστασία της πατρίδας σε καταστάσεις εξωκοινωνικές ή στα όρια της συνηθισμένης κοινωνικής εμπειρίας. Ενώ ο ρόλος του Αστυνομικού είναι ξεκάθαρα ενδοκοινωνικός και επομένως, η κοινωνικοποίηση του σπουδαστή Αστυνομικού πρέπει να γίνεται μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο και όχι έξω από αυτό. Η απομόνωση των Αστυνομικών στις Αστυνομικές Σχολές, η εσώκλειστη εκπαίδευση δεν βοηθά ούτε την κοινωνία να γνωρίσει τον νεαρό Αστυνομικό, ούτε τον νεαρό Αστυνομικό να γνωρίσει την κοινωνία.

  Επίσης, υπό την έννοια του ότι η εσώκλειστη εκπαίδευση στρατιωτικού τύπου αποστερεί από τον σπουδαστή μία σειρά από βασικά και θεμελιακά δικαιώματα, τίθεται το ερώτημα, κατά πόσο αυτό βοηθά τον Αστυνομικό να κατανοήσει την έννοια του δικαιώματος το οποίο στερείται και το οποίο θα κληθεί να προστατέψει ως εκπρόσωπος της νομιμότητας στην κοινωνία. Δημιουργείται δηλαδή, μία παράδοξη συνθήκη, που δεν βοηθά τον νέο Αστυνομικό να βιώσει βιωματικά την έννοια του δικαιώματος.

  Προφανώς, με κάθε πρόταση, πρέπει κανείς να εξετάζει και τα οφέλη και τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν. Τα μεγαλύτερα οφέλη από μία αναθεώρηση του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο παρέχεται η εκπαίδευση των Αστυνομικών, είναι προφανώς μία μεγαλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση των Αστυνομικών από νεαρή ηλικία, λιγότερος απομονωτισμός και φυσικά, μία μεγαλύτερη εξοικείωση του νεαρού κοινού με τον Αστυνομικό ως άνθρωπο και όχι μόνο ως φορέα της τάξης, ή ως εκπρόσωπο ενός θεσμού.

  Φυσικά, μία τέτοια αναθεώρηση, όπως κάθε πρόταση, θέτει μία σειρά ζητήματα. Αν η εκπαίδευση δεν είναι εσώκλειστη, τότε πώς μπορεί να εμπεδωθεί η ιεραρχία; Πώς μπορεί να εμπεδωθεί η πειθαρχία ως τρόπος ζωής και ως επαγγελματική ηθική; Ίσως αυτό να μπορούσε να γίνει με μία σειρά άλλων παρεμβάσεων και καθηκόντων υποχρεωτικού χαρακτήρα. Η συμβίωση σε κοινά Ιδρύματα, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των μαθημάτων και άλλα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης μπορούν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ οι πιο αυστηροί, στρατιωτικού τύπου κανόνες και δομές, θα μπορούσαν να χαλαρώσουν, ή και σε ένα βαθμό να καταργηθούν.

  Ας μην ξεχνάμε ότι συχνά η πειθαρχία είναι λιγότερο αποτελεσματική από την αυτοπειθαρχία, σε ζητήματα ανάλυσης ευθυνών και υγιούς επαγγελματικής ηθικής. ''Αυτοπειθαρχώ'' σημαίνει ότι: ''αναλαμβάνω τις ευθύνες των πράξεών μου'', ενώ: ''πειθαρχώ'', μπορεί επίσης να σημαίνει ότι η ευθύνη μεταβιβάζεται σε κάποιον άλλον και επομένως, υπό μία έννοια, μπορεί να θέσει προβλήματα στην ανάπτυξη του αισθήματος ευθύνης.

  Η δεύτερη πρόταση αφορά την παρακολούθηση μαθημάτων σε Πανεπιστημιακές Σχολές. Αυτό αφορά ιδιαιτέρως μαθήματα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και πιθανώς κάποια μαθήματα ανθρωπιστικού χαρακτήρα, όπως είναι η Ιστορία. Θα μπορούσε φυσικά, μία τέτοια πρόταση να επεκταθεί και σε κάποια συναφή μαθήματα της Νομικής. Αυτά τα μαθήματα κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα δεν είναι μόνο ιδιαιτέρως χρήσιμα, όπως θα εξηγήσω αμέσως παρακάτω, αλλά είναι και σημαντικό να εκτίθενται οι σπουδαστές Αστυνομικοί στο περιβάλλον του Ελληνικού Πανεπιστημίου.

  Τα οφέλη μίας τέτοιας πρότασης είναι προφανή. Όπως και με την προηγούμενη πρόταση, επιτυγχάνεται μία μεγαλύτερη ενσωμάτωση του σπουδαστή Αστυνομικού, επιτυγχάνεται η κοινωνικοποίηση με τη νεολαία των Πανεπιστημίων και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο τα Πανεπιστήμια έχουν καταστεί στη σύγχρονη ιστορία μας, χώροι μέσα στους οποίους αναπαράγεται μία εχθρική σχέση με την Αστυνομία, πρέπει να το αναγνωρίσουμε αυτό.

  Επίσης είναι σημαντικό να εκτίθενται οι σπουδαστές Αστυνομικοί σε διαφορετικές ιδέες, κυρίως εφόσον τα μαθήματα στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα βασίζονται σε πρόσφατη επιστημονική έρευνα στους αντίστοιχους τομείς εξειδίκευσής τους και είναι συχνά ενημερωμένα με βάση νεότερες θεωρίες και επικαιροποιημένα στοιχεία.

  Φυσικά, ανάμεσα στα προβλήματα υλοποίησης μίας τέτοιας πρότασης, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του, για να είμαστε πραγματιστές, την πιθανή στοχοποίηση των σπουδαστών, κυρίως λόγω του εχθρικού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Αστυνομία από ένα μέρος της Πανεπιστημιακής κοινότητας και της ιδεολογικής αναπαραγωγής μίας εχθρότητας προς την Αστυνομία μέσα στα Πανεπιστήμια. Τίθεται δηλαδή ένα ζήτημα, του κατά πόσο είναι έτοιμη η κοινωνία να δεχθεί μία τέτοια αλλαγή, αν την υιοθετούσαμε, και δείχνει ότι χρειάζεται να γίνει μεγάλη αλλαγή των νοοτροπιών, κυρίως κάποιων βαθιά εμπεδωμένων νοοτροπιών, ότι –για παράδειγμα– η Αστυνομία στέκεται εξ ορισμού απέναντι στην κοινωνία, ή ότι οφείλει να ανήκει εκεί, για να είναι αποτελεσματική. Και οι δύο αυτές νοοτροπίες πρέπει να αλλάξουν, αν θέλουμε να ενσωματώσουμε τους σπουδαστές Αστυνομικούς στο ευρύτερο περιβάλλον του Ελληνικού Πανεπιστημίου.

  Μία ακόμη πρόταση, η τρίτη πρόταση που θα κάνω, αφορά στο ίδιο το περιεχόμενο των μαθημάτων κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Εδώ θα πρέπει να συζητήσουμε τι μπορεί να σημαίνει Κοινωνιολογία, ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο της Κοινωνιολογίας στο πλαίσιο της Αστυνομικής εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, μέσω μίας σύγχρονης Κοινωνιολογίας, ο σπουδαστής Αστυνομικός μπορεί να κατανοήσει αυτό που λέμε: κοινωνικές ταυτότητες και κοινωνικές διακρίσεις, δηλαδή το φύλο, την ηλικία, τη θρησκευτική ταυτότητα, την εθνικότητα, τον σεξουαλικό προσδιορισμό και πώς όλα αυτά τα βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά δομούν τους ανθρώπους, πώς προσδιορίζουν τη σχέση τους με τους άλλους, τη σχέση τους με τις κοινωνικές ομάδες που ανήκουν, πώς λειτουργεί και πώς αναπαράγεται ο κοινωνικός αποκλεισμός, ποιες ομάδες πλήττει, γιατί και πώς μπορεί να αλλάξει αυτό.

  Μία τέτοια κατανόηση μπορεί να οδηγήσει στην αποφυγή στερεοτύπων και στερεοτυπικού τρόπου σκέψης και πιστεύω, υπό μία έννοια, αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για κοινωνικές ομάδες που έχουν υποστεί τις συνέπειες των αρνητικών στερεοτύπων, όπως οι Αστυνομικοί, που είναι συχνά θύματα δαιμονοποίησης από ένα μέρος της κοινωνίας. Και γι' αυτό τον λόγο επιπλέον, οι Αστυνομικοί οφείλουν να διδαχθούν να σκέφτονται πέραν των στερεοτύπων και να τα αποδομούν όπου είναι απαραίτητο, ως μέρος μίας ευρύτερης επαγγελματικής πρακτικής. Να αναπτυχθεί δηλαδή, μεταξύ άλλων δεξιοτήτων και η κριτική σκέψη, η αυτόνομη σκέψη, όπως αναφέρθηκε και πριν από κάποιον ομιλητή.

  Επιπλέον, είναι απαραίτητο νομίζω, κυρίως σε μία χώρα έντονα πολιτικοποιημένη, όπως είναι η δική μας, με υψηλό βαθμό πολιτικής ταύτισης, να εξοικειώνεται ο σπουδαστής Αστυνομικός με βασικές αρχές Πολιτικών Επιστημών. Αυτό είναι απαραίτητο για να αναπτυχθεί η κατανόηση του πολιτικού πεδίου της χώρας μας, αλλά και της Ευρώπης στην οποία ανήκουμε πολιτικά και πολιτισμικά και (γιατί όχι;), του κόσμου, εφόσον ζούμε σε κοινωνίες παγκοσμιοποιημένες και τα προβλήματά μας είναι εν πολλοίς προβλήματα της παγκοσμιοποίησης.

  Για παράδειγμα, είναι απαραίτητο ο σπουδαστής Αστυνομικός να γνωρίζει τι είναι πολιτική ιδεολογία, τι είναι φιλελευθερισμός, τι είναι κομμουνισμός, τι είναι αναρχία, τι συνεπάγεται ο φασισμός, έτσι ώστε να μην μπορούν να υπάρχουν παρανοήσεις και να μην υπάρχουν ζητήματα σαν αυτά που προέκυψαν και έφεραν την Αστυνομία σε μία δύσκολη θέση, για παράδειγμα δαιμονοποιήθηκαν οι Αστυνομικοί τα δύο τελευταία χρόνια σε σχέση με πολιτικά μορφώματα όπως είναι η ''Χρυσή Αυγή''. Μεγάλο μέρος της έλξης που ασκούν ακραία πολιτικά μορφώματα οφείλεται στη σύγχυση και την περιορισμένη γνώση περί του χαρακτήρα τους και των ιδεών που πρεσβεύουν.

  Όσο πιο γρήγορα κατανοήσει κανείς αυτές τις έννοιες, τόσο πιο εύκολα μπορεί να καταλάβει το πολιτικό πεδίο μέσα στο οποίο όλοι ζούμε, κυρίως σε μία χώρα έντονα πολιτικοποιημένη. Είναι απαραίτητο ο νέος αστυνομικός να γνωρίζει την ουσία των πολιτικών ιδεολογιών, όχι μόνο για να είναι αποτελεσματικός στην δουλειά του χωρίς να καταφεύγει σε στερεότυπα περί των πολιτικών ταυτίσεων, αλλά επίσης ως δημόσιος λειτουργός που είναι επιφορτισμένος με ένα ειδικό ρόλο.

  Μία τέταρτη πρόταση αφορά την εισαγωγή μαθημάτων ειδικού χαρακτήρα και αναφέρομαι σε μαθήματα τα οποία βρίσκονται στο πεδίο μου. Με αυτό αναφέρομαι κυρίως στις συγκεκριμένες συνθήκες και επομένως ανάγκες που δημιουργούν οι παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες. Διεπιστημονικά μαθήματα, ειδικά σχεδιασμένα, με στοιχεία Κοινωνιολογίας, Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών, μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αστυνόμευσης σε παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες σήμερα.

  Τι σημαίνει αυτό πιο συγκεκριμένα: αν πάρουμε ένα παράδειγμα τις μεταναστευτικές ροές, μία τέτοια κατάρτιση μπορεί να βοηθήσει να γίνουν κατανοητές οι διαφορές, για παράδειγμα, μεταξύ Σουδανών και Αλγερινών, ή Πακιστανών, ή Παλαιστινίων και ούτω καθεξής. Μία κατανόηση αυτής της διαφοράς –και δεν μιλάω να γίνει κανείς expert, μιλάω για μία κατανόηση της διαφοράς– κάνει πιο εμφανείς τους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στη χώρα μας, αλλά επιτρέπει και την αποτελεσματική αξιολόγησης των διαφορετικών πιθανών ζητημάτων που διαφορετικοί πληθυσμοί μπορεί να παρουσιάζουν από πλευρά αστυνόμευσης.

  Κυρίως στη χώρα μας, που λόγω της ιδιαιτερότητάς της δεν υπάρχουν ακόμη ξεκάθαρες δομημένες κοινότητες μεταναστών, με τον τρόπο που έχουν δημιουργηθεί, ας πούμε, στη Δυτική Ευρώπη, δεν υπάρχει στην Ελλάδα ο συνεκτικός ιστός που συχνά λειτουργεί και ως ελεγκτικός μηχανισμός μέσα στις εθνοτικές κοινότητες. Για παράδειγμα, οι κοινότητες που υπάρχουν θρησκευτικοί αρχηγοί, συχνά συμβάλλουν στην πρόληψη εγκλημάτων, όπως γίνεται με τις Μουσουλμανικές κοινότητες στη Βρετανία και στη Γαλλία. Εμείς δεν το έχουμε αυτό, γιατί οι κοινότητές μας είναι καινούργιες και πολυσυλλεκτικές. Ίσως να μην μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για την ίδια την έννοια της κοινότητας ακόμη.

  Ας πάρουμε άλλη μία περίπτωση, στην οποία κάποιες βασικές αρχές περί της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αυτή των παγκόσμιων προκλήσεων, όπως είναι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, όπως τον είδαμε κυρίως σε μία Ισλαμική εκδοχή τα τελευταία χρόνια. Δεν το είδαμε στην Ελλάδα, το είδαμε όμως στην Ευρώπη. Αυτό θέτει ζητήματα περί της κατανόησης του σύγχρονου παγκόσμιου πολιτικού και κοινωνικού χάρτη. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μία βασική γνώση περί αυτών των ιδεολογιών, όχι μόνο για να είμαστε αποτελεσματικοί στην προστασία της κοινωνίας και των πολιτών, αλλά γιατί η έλλειψη γνώσης μπορεί να στοχοποιήσει και να βλάψει αθώους ανθρώπους.

  Θα σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα. Το 2005, κατά τη διάρκεια αντιτρομοκρατικής επιχείρησης, η Βρετανική Αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε κατά λάθος τον De Menezes, ένα Βραζιλιάνο παράνομο μετανάστη, πιστεύοντας ότι είναι τρομοκράτης που εμπλεκόταν σε αποτυχημένη τρομοκρατική επίθεση την προηγούμενη ημέρα. Γιατί έγινε αυτό; Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι και να κάνουν πολλά λάθη σε επιχειρησιακό επίπεδο και σίγουρα, εσείς είστε σε θέση να τα γνωρίζετε και να τα αναλύσετε πολύ καλύτερα από εμένα.

  Ωστόσο, από τη δική μου πλευρά, σε επίπεδο κοινωνιολογικό, υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα. Είναι το μεγάλο έλλειμμα γνώσης του άλλου, αυτού που αποτελεί αντικείμενο μίας οποιαδήποτε έρευνας. Αυτός ο συγκεκριμένος Βραζιλιάνος ταυτοποιήθηκε λανθασμένα ως Σομαλός, ή ως Αιθίοπας. Έφερε σακίδιο και άρχισε να τρέχει, όταν αντιλήφθηκε τους Αστυνομικούς, από φόβο γιατί είχε λήξει η visa του. Η ταυτοποίηση του βασίστηκε σε στερεότυπα. Ο Βραζιλιάνος κατοικούσε σε ένα κτίριο και μία περιοχή, με μεγάλη συγκέντρωση μεταναστών από την υπο-Σαχάρια Αφρική, έφερε σακίδιο κ.λπ.

  Ωστόσο το συγκεκριμένο δυστύχημα κατέδειξε έλλειψη σαφούς γνώσης, γνώσης κοινωνιολογικής, γνώσης εθνολογικής, μίας γνώσης που θα μπορούσε να είχε βοηθήσει να αποφευχθεί μία τραγωδία. Και το αποτέλεσμα ήταν τραγικό σε όλα τα επίπεδα: στο επίπεδο μίας ζωής που χάθηκε άδικα, μίας οικογένειας που έχασε ένα μέλος, αλλά και καταστρεπτικό σε σχέση με την αποδυνάμωση της φήμης της Βρετανικής Αστυνομίας, που χαρακτηρίστηκε αυθαίρετη και ρατσιστική, που κατηγορήθηκε ότι δεν διστάζει να σκοτώσει τρομαγμένους μετανάστες που είχαν την ατυχία να φέρουν κάποια στερεοτυπικά εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός τρομοκράτη. Και όλα αυτά, παρ' όλο που είχε γίνει σοβαρή και συστηματική δουλειά εκσυγχρονισμού και δημιουργίας καλής σχέσης με τις κοινότητες των μεταναστών που προέρχονται από διαφορετικά σημεία του κόσμου, για είκοσι (20) χρόνια μέσα στη Βρετανική Αστυνομία. Αυτή πρόοδος στην σχέση Αστυνομίας- κοινωνίας ακυρώθηκε αστραπιαία, λόγω έλλειψης –πιστεύω– και γνώσης και εξοικείωσης με το τι σημαίνει μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.

  Η τελευταία πρόταση που θα ήθελα να εισηγηθώ σήμερα –ακούστηκε πολλές φορές και δεν θα επιμείνω σε αυτό– είναι η Δια Βίου Εκπαίδευση. Νομίζω ότι τα οφέλη της Δια Βίου Εκπαίδευσης είναι προφανή, γιατί η κοινωνία μας δεν είναι στατική, πρώτα απ' όλα και ως εκ τούτου, χρειάζεται μία διαρκής ενημέρωση για τα νέα στοιχεία και τις νέες θεωρίες για μία πιο αποτελεσματική κατανόηση της φύσης των αλλαγών και επομένως, μίας πιο αποτελεσματικής επαγγελματικής πρακτικής.

  Είναι απαραίτητη δηλαδή σε όλα τα επίπεδα και στο σύνολο των δεξιοτήτων και όχι μόνο σε σχέση με τις κοινωνικές γνώσεις. Πιστεύω ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω συστηματικής συνεργασίας και με τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, για την προσφορά γνώσης σε επίπεδο Δια Βίου Εκπαίδευσης, ώστε να διασφαλιστεί μία περαιτέρω σύγκλιση μεταξύ της Αστυνομικής και Ακαδημαϊκής εκπαίδευσης στο σύνολό της. Αλλά φυσικά και μία δια βίου σχέση μεταξύ Αστυνομίας και Πανεπιστημίου, στο πλαίσιο μίας σχέσης αλληλο-μάθησης όπως εισηγήθηκα και στην αρχή της ομιλίας μου.

  Τώρα συμπερασματικά –και γιατί νομίζω ότι έχω σχεδόν εξαντλήσει τον χρόνο μου– σε καμία περίπτωση δεν εισηγούμαι ότι η εκπαίδευση των Αστυνομικών πρέπει να λάβει έναν αποκλειστικό χαρακτήρα κοινωνικών ή ανθρωπιστικών σπουδών. Δεν είναι αυτό που ήθελα να πω. Εξυπακούεται ότι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Αστυνομικής εκπαίδευσης πρέπει να παραμείνει και να ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη αποστολή της. Ωστόσο είναι απαραίτητο να αναθεωρηθεί και να συμπληρωθεί με τρόπο, που να ανταποκρίνεται στον ρόλο της Αστυνομίας που είναι η προστασία της κοινωνίας και οι ανάγκες μίας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

  Αυτό το οποίο προσπάθησα να αναπτύξω, είναι το επιχείρημα ότι η σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας είναι, ή πρέπει να είναι κεντρική στο νέο όραμα της Αστυνομίας στον 21ο αιώνα. Και θα πρέπει να είναι κεντρική και για έναν άλλο λόγο: αν μας απασχολεί να ξαναφτιάξουμε αυτή τη σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας, που έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό από το 2008 και μετά και μέσα στα χρόνια της κρίσης. Μέρος της αλλαγής αυτής δεν μπορεί, παρά να είναι και η ίδια η Αστυνομική εκπαίδευση.

  Σας ευχαριστώ πολύ.

Είσαι Εδώ : Αρχική Σελίδα