papaioannou

ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Ζωή
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αστυνομικού Δικαίου


Δεν είστε μόνο μαχητές του εγκλήματος, είστε και κοινωνικοί λειτουργοί
Στοιχεία εκδημοκρατισμού του αστυνομικού δικαίου κατατέθηκαν στο 23ο συνέδριο από την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αστυνομικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών κα Ζωή Παπαϊωάννου

  Δεν τίθεται ζήτημα εκδημοκρατισμού της Ελληνικής Αστυνομίας έτσι ακριβώς όπως τέθηκε με αφορμή τη συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή, ούτε χρειάζεται περισσότερο εκδημοκρατισμό από ό,τι άλλοι δημόσιοι φορείς. Χρειάζεται,, όμως, να γίνουν ειδικότερες παρεμβάσεις που θα βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά της και θα κατοχυρώνουν τα συνταγματικά δικαιώματα των αστυνομικών. Έχουμε βέβαια τη δυσάρεστη εμπειρία της χούντας που κάνει πολλούς καχύποπτους, αλλά δεν έχει η σημερινή αστυνομία την αναξιοκρατία και τη διαφθορά που είχε στο παρελθόν. Έχει δημοκρατικό ήθος γιατί διαφορετικά θα ετίθετο το ερώτημα ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες...

  Αυτό είναι το καταστάλαγμα της εισήγησης της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Αστυνομικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών κα Ζωής Παπαϊωάννου, η οποία παρουσίασε στους συνέδρους βασικά σημεία των προτάσεών της με στόχο, όπως είπε, «να αναταχθεί το σθένος και η αποτελεσματικότητα της Ελληνικής Αστυνομίας, διότι το 2014 είναι μια κρίσιμη χρονιά, καθώς συμπληρώνονται τρεις δεκαετίες από τη δημιουργία της Ελληνικής Αστυνομίας και πρέπει να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας ορισμένα θέματα». Αφού παρουσίασε τα νομοθετήματα που συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια στον εκσυγχρονισμό και στον εκδημοκρατισμό του αστυνομικού συστήματος στη χώρα μας (νόμος 1481/1984-ενοποίηση Α.Π και Ε.Χ., νόμος 2800/2000 –αναδιάρθρωση υπηρεσιών, ίδρυση Αρχηγείου κλπ, νόμος 2226/94 -πανελλήνιες εξετάσεις, Οργανισμοί σχολής Αστυφυλάκων Αξιωματικών κλπ), στάθηκε ιδιαίτερα στα νομοθετήματα που διέπουν την εκπαίδευση των αστυνομικών. «Πάσχουν αντισυνταγματικότητας στην εκπαιδευτική διαδικασία κυρίως. Κάθε άλλο παρά δημοκρατική είναι η αντιμετώπιση των μαθητών που μπήκαν στις σχολές με τις πανελλαδικές. Δεν έχουν τα συγγράμματα που πρέπει, τους καθηγητές που πρέπει, καίτοι η Σχολή Αξιωματικών είναι πανεπιστημιακού επιπέδου.

  Ασκώντας κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα, τόνισε, επίσης, ότι είναι στρατιωτικού τύπου αν και οι αστυνομικοί δεν είναι στρατιώτες. «Πρέπει να σταματήσει η εσώκλειστη διαβίωση, η στρατιωτική προσκόλληση στους τύπους και στη γραφειοκρατία. Οι περιορισμοί που υφίστανται τα δικαιώματα των δοκίμων είναι υπερβολικοί», συμπλήρωσε η ίδια.

  Επίσης, επέκρινε έντονα το έλλειμμα της μη αναθεωρήσεις των γραπτών των δοκίμων. Δεν επιτρέπεται στους δόκιμους να έχουν πρόσβαση στα γραπτά τους και να ζητήσουν αναθεώρηση γραπτών βάσει του άρθρου 44 του π.δ. 319/95. «Υποβολή αιτήσεων αναθεώρησης γραπτών αποκλείεται», αναφέρει το διάταγμα. Επίσης απορρίπτονται αιτήσεις για ανακοίνωση του περιεχομένου των γραπτών με τις διορθώσεις που έγιναν από τον καθηγητή. «Θεωρώ ότι οι καθηγητές πρέπει να ενημερώνουν τους σπουδαστές, πού οφείλεται η βαθμολογία. Δεν πιστεύω στην πανεπιστημιακή αυθεντία. Μπορούμε κι εμείς να βρισκόμαστε σε πλάνη. Μπορεί να διαπράξουν κατάχρηση εξουσίας, έναν δόκιμο μπορεί να τον εκδικηθεί ο καθηγητής αν δεν συμφωνεί π.χ. με τις ιδέες του. Είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα γνώσης από το 1986».

  Ένα άλλο μέτρο αντιδημοκρατικό, είναι όπως είπε η στέρηση εξόδου των δοκίμων. «Τιμωρούνται χωρίς στοιχειώδη απολογία. Είναι αντισυνταγματικό μέτρο», τόνισε. Από φέτος, ωστόσο, όπως παρατήρησε, οι καθηγητές στη Σχολή Αξιωματικών έχουν μεταπτυχιακό ή κάποιο διδακτορικό , ενώ μέχρι πέρυσι ήταν συνταξιούχοι δικαστές, αστυνομικοί με γνώσεις σε νομικά μαθήματα ή απλοί δικηγόροι. Έθεσε, επίσης, ζήτημα αδιαφάνειας και ζήτημα ενδυνάμωσης της θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης ώστε να επικρατήσει η ιδέα όχι μόνο του μαχητή του εγκλήματος, αλλά και του κοινωνικού λειτουργού.

  Ως έλλειμμα δημοκρατίας ανέφερε, στη συνέχεια, δυο άλλους παράγοντες που αμαυρώνουν την εικόνα της αστυνομικής διοίκησης: την εσωστρέφεια και τη μυστικοπάθειά της. Αναφερόμενη, μάλιστα, στον πρόσφατο νόμο για την ίδρυση του Γραφείου αντιμετώπισης περιστατικών αυθαιρεσίας αστυνομικού προσωπικού, καυτηρίασε το γεγονός ότι δεν έχει εφαρμοστεί καθώς προέβλεπε τη συμμετοχή στην τριμελή επιτροπή διοίκησής του, μόνο δικαστών του Αρείου Πάγου. Η ηγεσία προωθεί τώρα την τροποποίηση του νόμου, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία με την παρουσία των διοικητικών δικαστών του ΣτΕ, ενώ κατά την άποψή της, ιδιαίτερες υπηρεσίες προσφέρουν οι δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων που προχωρούν στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (αποζημιώσεις κλπ). Τόνισε μάλιστα ότι η ηγεσία παραμέρισε εντελώς τους πανεπιστημιακούς δασκάλους ενώ έχει ως βασικό μέλος της επιτροπής δικηγόρο, χωρίς να υποτιμά τον επαγγελματικό ρόλο του κλάδου τους.

  Μια άλλη παρατήρηση αφορά τη διάταξη του π.δ. 373/2002 (προέλευση, προσόντα, εξέλιξη αστυνομικού προσωπικού) και ειδικότερα τους αστυνομικούς ειδικών καθηκόντων για τους οποίους ορίζει ως προσόν υποχρεωτικό όταν θέλουν να λάβουν μέρος σε προκήρυξη το να έχουν μεταπτυχιακό δημοσίου δικαίου. Πρέπει, είπε, να αλλάξει αυτό πριν προσβληθεί νομικά, ενόψει της αναδιάρθρωσης. Ο κλάδος δημοσίου δικαίου δεν είναι ο μόνος που οι νομικοί αστυνομικοί καλούνται να εντρυφήσουν, λείπει ο κλάδος της εγκληματολογίας και των ποινικού δικαίου. Και μπορεί να συμβεί το παράδοξο, ενόψει των προσλήψεων 300 νομικών ειδικών καθηκόντων, να προσληφθούν νομικοί με μεταπτυχιακό στο πολεοδομικό και όχι εγκληματολόγοι.

  Αναφερόμενη στα κρούσματα αυθαιρεσίας και διαφθοράς, είπε ότι είναι μεμονωμένα, αλλά αποκτούν μεγάλη διάσταση και γι' αυτό οι αστυνομικοί-δράστες τιμωρούνται με αυστηρές ποινές. «Βεβαίως να τιμωρούνται, αλλά θεωρώ επιβεβλημένο να υπάρχει ισότητα των όπλων». Έκανε δε αναφορές στο δικαστικό χειρισμό δυο σοβαρών υποθέσεων που δίχασαν το νομικό κόσμο, αυτή της «ζαρντινιέρας» και του «Γρηγορόπουλου», τονίζοντας ότι πρέπει να τιμωρούνται το ίδιο αυστηρά και οι ταραξίες που παρεισφρέουν και διαλύουν ειρηνικές εκδηλώσεις των πολιτών οι οποίοι ασκούν τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Απέδωσε δε ευθύνες και στα ΜΜΕ που προβάλλουν, όπως είπε, υπέρμετρα την αστυνομική αυθαιρεσία και τα λάθη των αστυνομικών, χωρίς να γίνεται το ίδιο για τα λάθη άλλων δημοσίων υπηρεσιών, ενώ μιλώντας γενικά για τη στάση του κοινού απέναντι στην αστυνομία, είπε ότι είναι οιονεί σχιζοφρενική. Τον αστυνομικό τον θέλει δίπλα του ο πολίτης, αλλά ο τύπος ενισχύει αρνητικά τη διάσταση κράτους –πολίτη, συμπλήρωσε η ίδια.

  Κλείνοντας την εισήγησή της, αναφέρθηκε στην αυτονόητη ανάγκη της βελτίωσης της εκπαίδευσης, των διαθέσιμων τεχνικών μέσων και των οικονομικών απολαβών των αστυνομικών, ενώ τόνισε ότι τα δικαιώματα των αστυνομικών που περιορίζονται από το Σύνταγμα (π.χ. απεργία) είναι γνωστά. «Κάθε άλλος περιορισμός πρέπει να είναι λελογισμένος και να τηρείται πάντα η αρχή της αναλογικότητας. Ο περιορισμός της στολής, π.χ. όπως τέθηκε πρόσφατα, είναι ακατανόητος. Και βέβαια μπορούν να φορούν τη στολή, όταν διαδηλώνουν, διότι η στολή συνδέει το αίτημα με την ιδιότητά τους. Αντιθέτως πρέπει να δοθεί εκ μέρους της ηγεσίας σας ιδιαίτερη προσοχή στη διευκόλυνση της άσκησης του συνδικαλιστικού σας δικαιώματος», τόνισε.