Font Size

Cpanel

Κατάργηση διαδικασίας αυτοφώρου

poasyΑθήνα 2 Νοεμβρίου 2011
Αριθ. Πρωτ.: 900/5/3

Προς: Τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη
          κ. ΠΑΠΟΥΤΣΗ Χρήστο

Κοιν.: 1) Υπουργό Δικαιοσύνης και Διαφάνειας
          κ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Μιλτιάδη
          2) Υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη
          κ. ΟΘΩΝΑ Μανώλη
          3) Υφυπουργό Δικαιοσύνης και Διαφάνειας
          κ. ΠΕΤΑΛΩΤΗ Γεώργιο
          4) Πρωτοβάθμιες Οργανώσεις

Θέμα : «Κατάργηση Διαδικασίας Αυτοφώρου».

     Κύριε Υπουργέ,

    Θέτουμε υπ' όψη σας ένα θέμα που ταλαιπωρεί, βασανίζει, καταπονεί και γενικά αφήνει έκθετους τους Αστυνομικούς Υπαλλήλους και το οποίο έχει σχέση με την αντιμετώπισή τους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και συγκεκριμένα κατά τη διαπίστωση, βεβαίωση που τηρείται η αυτόφωρη διαδικασία.
     Το όλο ζήτημα απασχόλησε και απασχολεί έντονα την Ομοσπονδία και τις Πρωτοβάθμιες Οργανώσεις και φρονούμε ότι έπρεπε να είχε ήδη αντιμετωπιστεί κατά την τελευταία αναθεώρηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
   Όπως γνωρίζετε, μέρος των καθηκόντων των Αστυνομικών Υπαλλήλων, είναι και η σύλληψη, ακινητοποίηση, είσοδος σε οχήματα της υπηρεσίας, μεταγωγή και ενδεχομένως κράτηση των υπόπτων και δραστών, στα κατά τόπους Τμήματα. Δυστυχώς, είτε λόγω της ενγενούς δυσπιστίας του Έλληνα προς την άσκηση ελέγχου επ' αυτού, είτε λόγω της ευνοήτου αντιδράσεως του υπόπτου και του δράστου ποινικού αδικήματος, ο οποίος ελέγχεται ή συλλαμβάνεται, η διαδικασία αυτή δεν ολοκληρούται και τόσον ειρηνικώς. Ως εκ τούτου, ο συλλαμβανόμενος αρκετές φορές δεν υπακούει και αντιτίθεται στις υποδείξεις των συναδέλφων οι οποίοι πραγματοποιούν την σύλληψή του. Αυτό πρακτικώς σημαίνει ότι, επί παραδείγματι, στην προσπάθεια του αστυνομικού για εισδοχή του υπό συνοδεία προσώπου στο υπηρεσιακό όχημα, θα ασκηθεί –στην καλύτερη περίπτωση- η απαραίτητη, νόμιμη βία. Ο ούτως ή άλλως παραπονούμενος πολίτης, κατόπιν αυτής της ασκήσεως βίας, θα εντείνει την αντίδρασή του, αναζητώντας την πρώτη ευκαιρία για ανταπόδοση.
     Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, συνάδελφοί μας γίνονται δέκτες της εκδικητικής μανίας των συλλαμβανομένων, είτε επί τόπου, είτε σε μεταγενέστερο χρόνο και έτερο τόπο, ώστε να έχει διακοπεί η χρονική συνάφεια με το γεγονός της συλλήψεως και ούτως να αποκρυβεί το κίνητρο της επιθέσεως. Αυτές οι υποθέσεις όμως, δεν είναι το αντικείμενο της παρούσης μας, αφού, ούτως ή άλλως, αποτελούν και το αντικείμενο ειδικών ερευνών, Υπηρεσιών εξειδικευμένων . Αυτό που μας ανησυχεί, είναι η διάθεση στην εκδικητικότητα των συλληφθέντων (ενίοτε και των υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή οινοπνεύματος!) και τελικώς η δυνατότητα υποβολής εγκλήσεως κατά των αστυνομικών που τον συνέλαβαν, στην διαδικασία της αυτοφώρου διώξεως και εκδικάσεως.
     Ενώ λοιπόν η πρώτη συμπεριφορά είναι καθαρώς παράνομη και διωκόμενη, αντιθέτως στην δεύτερη περίπτωση, υπάρχει η δυνατότητα καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος υποβολής Εγκλήσεως εις βάρος των αστυνομικών, η οποία μένει ατιμώρητη. Μένει ατιμώρητη δε, διότι πραγματικά η άσκηση συννόμου βίας ενυπάρχει στην ίδια την έννοια της συλλήψεως (μην λησμονούμε ότι, κατά τον Όμηρο, τον ίδιο τον θρόνο του Δία στον Όλυμπο τον εφύλασσαν το Κράτος και η Βία, έννοιες τόσο συνυφασμένες που τους δόθηκε θεϊκή υπόσταση και τόσο ουσιώδης ρόλος...) και συνεπώς ο Δικαστής δεν θα μπορέσει να ασκήσει την από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλεπόμενη κύρωση εις βάρος του «ψευδώς καταμηνύοντος». Βρίσκεται λοιπόν το Ελληνικό Δικανικό σύστημα, εγκλωβισμένο στην εξής οξύμωρη κατάσταση : ο εγκληματίας, έστω και ευρισκόμενος ένοχος διαπράξεως της καταμαρτυρουμένης αξιοποίνου πράξεως, καταβάλλων εγγύηση ή αιτούμενος προθεσμίας προς απολογία μετά συνηγόρου να πηγαίνει στην οικία του, ενώ ο ορθώς πράττων αστυνομικός ο οποίος τον συνέλαβε, παραμένει στα Δικαστήρια για να συζητηθεί η εις βάρος του υποβληθείσα έγκληση!
     Αντιλαμβάνεσθε, ότι αυτό αποτελεί γεγονός απαμβλύνον το περί Δικαίου αίσθημα του Έλληνα πολίτη που τυγχάνει ευρισκόμενος στα Δικαστήρια.
    Ταυτοχρόνως, αυτό δημιουργεί ή εντείνει την εντύπωση περί εκνόμου δράσεως της ΕΛ.ΑΣ., αφού ο καθημερινός πολίτης βλέπει δίπλα του στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενστόλους αστυνομικούς.
    Επίσης η παραμονή του αστυνομικού στα Δικαστήρια για την συζήτηση της εις βάρος του Εγκλήσεως, ακόμη και στην περίπτωση (που είναι και η πλέον συνήθης) που αυτή απορρίπτεται, επιτείνει την κόπωσή του, αφού για να έχει συλλάβει τον δράστη την προηγουμένη και δεν υπήρχε συνεδριάζον ποινικό Δικαστήριο την στιγμή της συλλήψεως, θα πρέπει να εργαζόταν κατά την απογευματινή ή την βραδινή βάρδια. Άρα λοιπόν, η ήδη αποστερηθείσα ανάπαυση κατά την διάρκεια της νύκτας , καθυστερεί ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα την αναίτια υπερκόπωση του συναδέλφου. Είναι κοινός τόπος πλέον, ότι ο άνθρωπος είναι ημερόβιο όν. Η αποστέρηση της νυκτερινής αναπαύσεως, σύμφωνα με τα Διδάγματα της Επιστήμης της Νευρολογίας και της Ψυχιατρικής είναι κατάσταση που επιβαρύνει το νευρικό σύστημα, την ψυχολογία και την ταχύτητα αντανακλαστικών αντιδράσεων, για όλους τους ανθρώπους και κυρίως για τους διαχειριζόμενους όπλα, οχήματα, μηχανήματα και για να είμεθα ειλικρινείς, εξουσία.
    Ανθρωπίνως αντιληπτό είναι, το ότι ο συνάδελφος που θα υποβληθεί επανειλημμένως σε όλη αυτή την δοκιμασία, θα το σκεφθεί δύο φορές προτού προβεί σε συλλήψεις. Στο σημείο αυτό, σας υπενθυμίζουμε έρευνα που διενήργησε το Πολυτεχνείο Κρήτης (Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης) υπό την εποπτεία της Λέκτορος της Έδρας της Κοινωνιολογίας Κας Βασιλικής Πετούση, βάσει της οποίας δεν προτιμάται η Τροχαία, επειδή οι συνάδελφοι που υπηρετούν σε αυτήν δεν αντιλαμβάνονται το αντικείμενο της εργασίας τους, ενώ ταυτόχρονα αισθάνονται αντιπαραγωγικοί και αδίκως κοπιάζοντες, επειδή δεν βλέπουν τους τιμωρούμενους να μειώνονται αριθμητικώς, ούτε να συμμορφώνονται. Έτσι λοιπόν, ο συνάδελφος ο οποίος δεν βλέπει να βελτιώνεται η κατάσταση στην Δικονομική Πρακτική και εξακολουθεί να ταλαιπωρείται αναιτίως από καταχρηστικές εγκλήσεις, θα αρχίσει μοιραίως να συναισθάνεται τα ίδια συμπτώματα αποξένωσης και αλλοτρίωσης από τα βαθέως κοινωνικά του καθήκοντα.
    Και πέραν αυτών όμως, ο κατά τον τρόπον αυτόν εξουθενωθείς συνάδελφος, δεν θα μπορέσει να ανατάξει επαρκώς τις εργασιακές του δυνάμεις, ώστε να είναι εξ ίσου ικανός και την επομένη ημέρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, γεγονός το οποίον όλοι οι μάχιμοι αστυνομικοί γνωρίζουν δια πικράς πείρας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εμπλακέντες στην ανωτέρω διαδικασία Αυτοφώρου συζητήσεως των εις βάρος των υποβληθεισών Εγκλήσεων αστυνομικοί, δηλώνουν μη δυνάμενοι να αναλάβουν καθήκοντα ως οδηγοί κ.λ.π. (και καλώς πράττουν, εάν υποθέσουμε τις συνέπειες ενός τροχαίου ατυχήματος), ή εξεταζόμενοι επί της σκοπευτικής τους δεινότητος αποτυγχάνουν οικτρώς, και ούτω καθ' εξής...
    Κλείνοντας την εισήγησή μας αυτή, θα θέλαμε να σας υποδείξουμε και την βαρύτητα που έχουν οι χρονοβόρες αυτές καθυστερήσεις και στον σχεδιασμό και την διάθεση της αστυνομικής δύναμης εν γένει. Πράγματι, όταν απασχολείται σε δικασίμους μη προγραμματισθείσες η αστυνομική δύναμη οποιασδήποτε Υπηρεσίας, ο Προϊστάμενος έχει να αντιμετωπίσει μίαν ακόμη αστάθμητη παράμετρο, η οποία του απομειώνει αιφνιδίως το δυναμικό, καθιστώντας ακόμη πιο απρόβλεπτο, ένα εκ φύσεως μεταβλητό πρόβλημα.

    Κύριε Υπουργέ,

    Για τους λόγους που σας προαναφέραμε, αλλά και επειδή θεωρούμε ότι η ουσιώδης επανίδρυση του Κράτους, πρέπει να τελεσθεί με βαθιές θεσμικές τομές, σας προτείνουμε, να εισηγηθείτε την ψήφιση νόμου με περιεχόμενο τη «μη συζήτηση των Εγκλήσεων – Μηνύσεων εις βάρος Αστυνομικών Υπαλλήλων, οι οποίες ασκούνται κατά την διάρκεια και επ' ευκαιρία των καθηκόντων αυτών, με την Αυτόφωρη διαδικασία, αλλά την υπαγωγή αυτών στις τακτικές δικασίμους, έστω και με απ' ευθείας εγγραφή αυτών των Εγκλήσεων και Μηνύσεων στα σχετικά πινάκια». Σχετικώς σας αποστέλλουμε και σχέδιο άρθρου, προς διευκόλυνσή σας :

«Άρθρο....
Εγκλήσεις και Μηνύσεις που υποβάλλονται εις βάρος Αστυνομικών Υπαλλήλων, για αδικήματα στα οποία υπέπεσαν αυτοί κατά τη διάρκεια και επ' ευκαιρία των καθηκόντων τους, δεν συζητούνται κατά την διαδικασία των Άρθρων 242-244,275,409-427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά εισάγονται προς συζήτηση με την τακτική διαδικασία»
    Αυτή βέβαια η ρύθμιση είναι η επιθυμητή, για να μην εισέλθουμε στο ρυθμιστικό πεδίο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναθεωρώντας τα άρθρα 111§7 και 112§2, εντάσσοντας και τους Αστυνομικούς στους απολαμβάνοντες Ειδικής Δωσιδικίας (ήδη ανήκουν και οι δικηγόροι, πέραν της Θρησκευτικής και Πολιτικής Ηγεσίας), ώστε να οδηγηθούμε εξ αντανακλάσεως στο ίδιο συμπέρασμα.

ypografes-poasy

Είσαι Εδώ : Αρχική Σελίδα